Κένα ή Κένε

Κένα ή Κένε
(Qina). Πόλη (171.275κάτ. το 1996) της Αιγύπτου, πρωτεύουσα του ομώνυμου κυβερνείου (1.851 τ. χλμ., 2.441.420 κάτ. το 1996) στην Άνω Αίγυπτο. Είναι χτισμένη στην ανατολική όχθη του Νείλου, απέναντι από τη μικρή πόλη Ντεντέρα και ταυτίζεται με την Καινή, πόλη των αρχαίων Ελλήνων. Αποτελεί αφετηρία δρόμου που οδηγεί στην πόλη Σαφάγκα, λιμάνι στην Ερυθρά θάλασσα, και φημίζεται για τα πήλινα αγγεία της, περιζήτητα σε όλη την Αίγυπτο. Τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής φυλάσσονται στα μουσεία του Λούξορ και του Καΐρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κέν' — κενά , κενός empty neut nom/voc/acc pl κενά̱ , κενός empty fem nom/voc/acc dual κενά̱ , κενός empty fem nom/voc sg (doric aeolic) κενέ , κενός empty masc voc sg κεναί , κενός empty fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… …   Dictionary of Greek

  • κενεαυχής — και κεναυχής, ές (Α) αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, ματαιόδοξος, κενόδοξος, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο) (πρβλ. κεν[ο] *) + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ αυχής, πολυ αυχής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”